- λάδι
- Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο).
* * *το (Μ λάδι[ν])το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδονεοελλ.1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη2. φρ. α) «άγια λάδια» — το ευχέλαιοβ) «άγιο λάδι» — το άγιο μύρογ) «βάζω λάδι» — βαφτίζωδ) «βγάζει κι από την πέτρα λάδι» — είναι δραστήριος, ικανότατος και πολύ αποδοτικόςε) «βγαίνω λάδι» — κατορθώνω να θεωρηθώ αθώοςστ) «τού βγάζω το λάδι»i) τόν απομυζώ, τού παίρνω κάθε ικμάδαii) τόν πιέζω, τόν ταλαιπωρώ πολύζ) «η θάλασσα είναι λάδι» — η θάλασσα είναι απολύτως γαλήνιαη) «ρίχνω λάδι στη φωτιά» — βλ. ρίχνω3. παροιμ. «τον λαδά τόν σκοτώνουμε, μα το λάδι τό νηστεύουμε» — λέγεται για άρπαγες και απατεώνες που υποκρίνονται τους θεοσεβείς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάδι(ν) < ἐλᾴδιον (< ἐλάα, αττ. τ. τού ἐλαία), με σίγηση τού αρχικού ε-.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. λαδερόςνεοελλ.λαδαριό, λαδάς, λαδής, λαδιά, λαδικό, λαδίλα, λαδώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λαδάκονο, λαδέμπορος, λαδόκολλα, λαδοκούμαρο, λαδολέμονο, λαδομπογιά, λαδόμυλος, λαδόξιδο, λαδόπανο, λαδοπίθαρο, λαδοπουλειό, λαδορόι, λαδοτύρι, λαδόχαρτο, λαδοχέρης, λαδόχρωμος, λαδόψωμο].
Dictionary of Greek. 2013.